αποπεραίνω

αποπεραίνω
(αόρ. απεπέρανα) см. αποπερατώνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποπεραίνω" в других словарях:

  • αποπεραίνω — ἀποπεραίνω (AM) τελειώνω, συμπληρώνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • προαποπεραίνω — Α τελειώνω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποπεραίνω «τελειώνω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»