- αποπεραίνω
- (αόρ. απεπέρανα) см. αποπερατώνω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποπεραίνω — ἀποπεραίνω (AM) τελειώνω, συμπληρώνω κάτι … Dictionary of Greek
προαποπεραίνω — Α τελειώνω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποπεραίνω «τελειώνω»] … Dictionary of Greek